- σπόντα
- η(λ. ιταλ.), υπαινιγμός, νύξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπόντα — η, Ν 1. το εσωτερικό πλευρό τού σφαιριστηρίου, τού μπιλιάρδου 2. υπαινιγμός, συν. καυστικός 3. φρ. α) «καραμπόλα από σπόντα» καραμπόλα όχι με βολή απευθείας αλλά με γωνία που έχει ως κορυφή ένα σημείο τών πλευρών τού σφαιριστηρίου β) «από σπόντα» … Dictionary of Greek
απόσποντα — κ. από σπόντα 1. (για το μπιλιάρδο) η περίπτωση κατά την οποία μία σφαίρα χτυπά άλλη όχι απευθείας αλλά αφού προσκρούσει προηγουμένως στην πλευρά (σπόντα) του σφαιριστηρίου 2. έμμεσα, πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sponda «χείλος, άκρη, όχθη,… … Dictionary of Greek
Капино, Стефанос — Стефанос Капино … Википедия
μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… … Dictionary of Greek